συναφιδρύομαι

συναφιδρύομαι
Α
καθιερώνομαι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («καὶ... ὁ Ἀλφεὺς τῇ Ἀρτέμιδι συναφίδρυται», Σχόλ. Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀφιδρύομαι «αφιερώνω αγάλματα, καθιερώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”